κυστίκερκος — ο ζωολ. το τελικό προνυμφικό στάδιο τών ταινιών, το οποίο έχει μορφή κύστης γεμάτης υγρό, στα εσωτερικά τοιχώματα τής οποίας αναπτύσσεται η σκωληκοκεφαλή τών παρασίτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cysticerque < cysti (πρβλ. κυστε[ο] )… … Dictionary of Greek
κυστίνη — η (βιοχ.) αμινοξύ που αποτελεί κύριο συστατικό τών πρωτεϊνών και το οποίο δίνει με αναγωγή δύο μόρια κυστεΐνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystine < cyst(o) (πρβλ. κυστε[ο] ) + ine < λατ. ina, θηλ. τής inus] … Dictionary of Greek
κυστίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή της ουροδόχου κύστης. Είναι συχνή πάθηση, μερικές φορές πρωτοπαθής, συχνότερα όμως δευτεροπαθής, και παρουσιάζεται ως συνέπεια άλλων βλαβών που εντοπίζονται στην ίδια την κύστη ή σε άλλα όργανα που βρίσκονται σε έμμεση ή… … Dictionary of Greek
κυσταδένωμα — το ιατρ. καλοήθης όγκος που αναπτύσσεται εις βάρος τού αδενικού παρεγχύματος μιας κυστικής κοιλότητας («κυσταδένωμα τής ωοθήκης»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystadenome < cyst(o) (βλ. κυστε[ο] ) + adenome (< aden[o] < αδήν,… … Dictionary of Greek
κυσταλγία — η ιατρ. πόνος στην ουροδόχο κύστη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystalgie < cyst(o) (βλ. κυστε[ο] ) + algie (< νεολατ. algia < αλγία < ἄλγος)] … Dictionary of Greek
κυστεΐνη — Θειούχο αμινοξύ, που περιέχει στο μόριό του μια ομάδα SH. Συμβολίζεται ως c ή cys. Ο χημικός της τύπος είναι C3H7NO2S και η χημική της ονομασία 2 αμινο 3 μερκαπτο προπιονικό οξύ. Η κ. είναι ασταθής ένωση και οξειδώνεται εύκολα σε κυστίνη… … Dictionary of Greek
κυστεκτομή — η ιατρ. 1. χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση τής ουροδόχου κύστεως 2. αφαίρεση μιας κύστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cystectomy < cyst(o) (βλ. κυστε[ο] ) + ectomy (< νεολατ. ectomia < εκτομή)] … Dictionary of Greek
κυστεογραφία — η ιατρ. ακτινογραφία τής ουροδόχου κύστεως με τη βοήθεια σκιαγραφικής ουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. cystographie < cyst(o) (βλ. κυστε[ο] ) + graphie (< γραφία < γράφος < γράφω)] … Dictionary of Greek
κυστεοδωδεκαδακτυλοστομία — η ιατρ. χειρουργική αναστόμωση τής χοληδόχου κύστεως στο δωδεκαδάκτυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αντιδάνεια ως προς το α και το γ συνθετικό και απόδοση ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. cystoduodenalostomie < cysto (βλ. κυστε[ο] ) + duodenal… … Dictionary of Greek
κυστεοκήλη — η κήλη τής ουροδόχου κύστεως διά μέσου τού πρόσθιου τοιχώματος τού κολεού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystocele < cysto(o) (βλ. κυστε[ο] ) + cele (< κήλη)] … Dictionary of Greek