κυστε(ο)-

κυστε(ο)-
και κυστ(ο)- και κυστι-
πρώτα συνθετικά όρων τής ιατρικής, βοτανικής, ζωολογίας και βιοχημείας που ανάγονται στον τ. κύστις και σχηματίστηκαν από τη γεν. κύστεως
οι όροι αυτοί είναι κατά κανόνα αντιδάνειοι και αναφέρονται είτε στην ουροδόχο κύστη (πρβλ. κυστίτιδα) είτε στη χοληδόχο κύστη (πρβλ. κυστικός) είτε σε οτιδήποτε έχει μορφή κύστεως (πρβλ. κυστίκερκος).Παραδείγματα λ. με κυστε(ο)- (κυστ[ο]-και κυστι-): κυστεκτομή, κυστεογραφία, κυστεοκήλη, κυστεομετρία, κυστικός, κυστίνη, κυστίτιδα, κυστεοπλαστική, κυστεοπληγία, κυστεοσκόπιο, κυστεοστομία, κυστόπους, κυστόπτερις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυστίκερκος — ο ζωολ. το τελικό προνυμφικό στάδιο τών ταινιών, το οποίο έχει μορφή κύστης γεμάτης υγρό, στα εσωτερικά τοιχώματα τής οποίας αναπτύσσεται η σκωληκοκεφαλή τών παρασίτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cysticerque < cysti (πρβλ. κυστε[ο] )… …   Dictionary of Greek

  • κυστίνη — η (βιοχ.) αμινοξύ που αποτελεί κύριο συστατικό τών πρωτεϊνών και το οποίο δίνει με αναγωγή δύο μόρια κυστεΐνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystine < cyst(o) (πρβλ. κυστε[ο] ) + ine < λατ. ina, θηλ. τής inus] …   Dictionary of Greek

  • κυστίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή της ουροδόχου κύστης. Είναι συχνή πάθηση, μερικές φορές πρωτοπαθής, συχνότερα όμως δευτεροπαθής, και παρουσιάζεται ως συνέπεια άλλων βλαβών που εντοπίζονται στην ίδια την κύστη ή σε άλλα όργανα που βρίσκονται σε έμμεση ή… …   Dictionary of Greek

  • κυσταδένωμα — το ιατρ. καλοήθης όγκος που αναπτύσσεται εις βάρος τού αδενικού παρεγχύματος μιας κυστικής κοιλότητας («κυσταδένωμα τής ωοθήκης»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystadenome < cyst(o) (βλ. κυστε[ο] ) + adenome (< aden[o] < αδήν,… …   Dictionary of Greek

  • κυσταλγία — η ιατρ. πόνος στην ουροδόχο κύστη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystalgie < cyst(o) (βλ. κυστε[ο] ) + algie (< νεολατ. algia < αλγία < ἄλγος)] …   Dictionary of Greek

  • κυστεΐνη — Θειούχο αμινοξύ, που περιέχει στο μόριό του μια ομάδα SH. Συμβολίζεται ως c ή cys. Ο χημικός της τύπος είναι C3H7NO2S και η χημική της ονομασία 2 αμινο 3 μερκαπτο προπιονικό οξύ. Η κ. είναι ασταθής ένωση και οξειδώνεται εύκολα σε κυστίνη… …   Dictionary of Greek

  • κυστεκτομή — η ιατρ. 1. χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση τής ουροδόχου κύστεως 2. αφαίρεση μιας κύστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cystectomy < cyst(o) (βλ. κυστε[ο] ) + ectomy (< νεολατ. ectomia < εκτομή)] …   Dictionary of Greek

  • κυστεογραφία — η ιατρ. ακτινογραφία τής ουροδόχου κύστεως με τη βοήθεια σκιαγραφικής ουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. cystographie < cyst(o) (βλ. κυστε[ο] ) + graphie (< γραφία < γράφος < γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • κυστεοδωδεκαδακτυλοστομία — η ιατρ. χειρουργική αναστόμωση τής χοληδόχου κύστεως στο δωδεκαδάκτυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αντιδάνεια ως προς το α και το γ συνθετικό και απόδοση ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. cystoduodenalostomie < cysto (βλ. κυστε[ο] ) + duodenal… …   Dictionary of Greek

  • κυστεοκήλη — η κήλη τής ουροδόχου κύστεως διά μέσου τού πρόσθιου τοιχώματος τού κολεού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystocele < cysto(o) (βλ. κυστε[ο] ) + cele (< κήλη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”